-
1 έχε
-
2 ἔχε
-
3 έχε
haveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έχε
-
4 'χε
ἔχε, ἔχωcheck: pres imperat act 2nd sgἔχε, ἔχωcheck: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 ἐχέθυμος
ἐχέ-θῡμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέθυμος
-
6 ἐχενίκειον
A endowment created by Echenice, Inscr. Délos 370.42:—hence [suff] ἐχέ-εια, τά, festival maintained thereby, ib.366 A 133 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχενίκειον
-
7 ἐχεγλωττία
ἐχε-γλωττία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεγλωττία
-
8 ἐχέγναθον
ἐχέ-γνᾰθον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέγναθον
-
9 ἐχεδερμία
ἐχε-δερμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεδερμία
-
10 ἐχεδημία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεδημία
-
11 ἐχεκήλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεκήλης
-
12 ἐχέκολλος
ἐχέ-κολλος, ον,A glutinous, sticky, Hp.Art.33 ([comp] Comp.);πηλός Plu.2.966d
; τὸ ἐχέκολλον ib.735f; ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη takes glue best, Thphr.HP5.6.2. Adv. - λως Dsc.5.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέκολλος
-
13 ἐχεκτέανος
ἐχε-κτέᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεκτέανος
-
14 ἐχεμυθέω
A to hold one's peace, Ph.1.309, al., J.BJ 1.24.1, Luc.DDeor.21.2; τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα things unspoken, Iambl.Protr.21; a Pythagorean word, εἰ δύνανται ἐ. Id.VP 20.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεμυθέω
-
15 ἐχεμυθία
ἐχε-μῡθία, ἡ,A silence, reserve, ἡ Πυθαγόρειος ἐ. Plu.Num.8, cf. 2.728d, Ph.2.267 (v.l. - θυμία), Alciphr.3.55, Ath.7.308d, Iamb.VP 6.32, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεμυθία
-
16 ἐχέμυθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέμυθος
-
17 ἐχενηΐς
II a small fish, supposed to have the power of holding ships back, Arist. HA 505b19, Opp.H.1.212, Plin.HN9.79; in form [full] ἐχεναΐς, = Lat. remora, Donat. ad Ter.Andr. 739, Eun.302.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχενηΐς
-
18 ἐχεπάμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεπάμων
-
19 ἐχεπευκής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχεπευκής
-
20 ἐχέπικρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέπικρος
См. также в других словарях:
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
ἔχε — ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'χε — ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχεν — ἔχε̄ν , ἔχω check pres inf act (epic doric) ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχες — ἔχε̄ς , ἔχω check pres ind act 2nd sg (doric) ἔχω check imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
Dance of Zalongo — The term Dance of Zalongo refers to an event in Greek history involving a mass suicide of women from Souli and their children during the Souliote war of 1803, near the village of Zalongo in Epirus. The name also refers to popular dance song… … Wikipedia
εχέτλη — ἐχέτλη, ἡ (Α) η λαβή τού αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εχέ θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε * τού έχω (I) (για το επίθημα πρβλ. γενέ θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια… … Dictionary of Greek
εχεδημία — ἐχεδημία, ἡ (Α) αρχαία ονομασία τής Ακαδημίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όνομα Εχέ δημος (< εχε * < έχω Ι + δήμος)] … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
ἔχ' — ἔχι , ἔχις viper masc voc sg ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐκά , ἐκάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)